- ὑπομεμψίμοιρος
- ὑπομεμψίμοιρος [pron. full] [ῐ], ον,A querulous, Cic.Att.6.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομεμψίμοιρος — ον, Α κάπως μεμψίμοιρος, παραπονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μεμψίμοιρος «γκρινιάρης, παραπονιάρης»] … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek